- ορσοτριαινης
- ορσοτριαίνηςορσο-τριαίνηςдор. ὀρσοτρίαινα -ᾱ adj. m вздымающий трезубец или потрясающий трезубцем (эпитет Посидона) Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀρσοτριαίνης — ὀρσοτρίαινα wielder of the trident masc nom sg (doric) ὀρσοτριαίνης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρσοτρίαιναν — ὀρσοτριαίνης masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρσοτριαίνα — ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτρίαινα wielder of the trident masc gen sg (doric aeolic) ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτριαίνης masc nom/voc/acc dual (doric) ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτριαίνης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρσοτρίαινα — wielder of the trident masc nom sg (epic doric) ὀρσοτριαίνης masc voc sg (doric) ὀρσοτριαίνης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)